ευτραφής

ευτραφής
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην τού ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐτραφής — well fed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφῆς — εὐτραφέω to be well nourished pres ind act 2nd sg (doric) εὐτραφής well fed masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτραφής well fed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφῆ — εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτραφής well fed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτραφής well fed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφέστερον — εὐτραφής well fed adverbial comp εὐτραφής well fed masc acc comp sg εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφές — εὐτραφής well fed masc/fem voc sg εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφέστατον — εὐτραφής well fed masc acc superl sg εὐτραφής well fed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφεστάτη — εὐτραφής well fed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφεστάτου — εὐτραφής well fed masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφεστάτους — εὐτραφής well fed masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραφεστέροις — εὐτραφής well fed masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”