- ευτραφής
- -ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτοςαρχ.1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφέςη ευτροφία.επίρρ...ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούςαρχ.φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην τού ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].
Dictionary of Greek. 2013.